οὑφ'

οὑφ'
ἐπί , ἐπί
being upon
indeclform (prep)
ὀπί , ὄψ
voice
fem dat sg
ὀπά̱ , ὀπή
opening
fem nom/voc/acc dual
ὀπά̱ , ὀπή
opening
fem nom/voc sg (doric aeolic)
ὀπαί , ὀπή
opening
fem nom/voc pl
ὀπέ , ὀπός
juice
masc voc sg
ὑφά̱ , ὑφή
web
fem nom/voc/acc dual
ὑφά̱ , ὑφή
web
fem nom/voc sg (doric aeolic)
ὑφαί , ὑφή
web
fem nom/voc pl
ὑπό , ὑπό
úpa
indeclform (prep)
ὑπαί , ὑπό
úpa
epic (poetic indeclform prep)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ουφ — επιφών. που εκφράζει στενοχώρια, αηδία, ανακούφιση: Ουφ, έσκασα. – Ουφ, έφυγε επιτέλους …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ουφ — (Μ οὔφ και ὄφ) επιφών. που εκφράζει: δυσφορία ή κατάκριση νεοελλ. εκφράζει: δυσαρέσκεια, ανυπομονησία, αποστροφή, ανακούφιση μσν. εκφράζει: πόνο ή φόβο. [ΕΤΥΜΟΛ. Ονοματοποιημένη λ. από τον ήχο τού αναστεναγμού] …   Dictionary of Greek

  • ουχ — (I) επιφών. ουφ. [ΕΤΥΜΟΛ. Ονοματοποιημένη λ. (πρβλ. ουφ)]. (II) (ΑΜ οὐχ) βλ. ου …   Dictionary of Greek

  • охъ — (53) межд. Ох: о ѡхъ братиѥ и оц҃и мои. ЕвАрх 1092, 175 (зап.); се слышавъ азъ рѣхъ. ѡхъ. ПрЛ 1282, 54б; ѡхъ ѡхъ голова мѧ болить не мочи псати а уже нощь лѧзмъ [так!] спати. Пр 1313, 39 (зап.); ѡхъ лихи черньци си. Там же, 123 ( …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • βοι — βοῑ (Α) (επιφώνημα δυσαρέσκειας ή περιφρόνησης) ουφ! …   Dictionary of Greek

  • οφ — ὄφ (Μ) επιφών. βλ. ουφ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”